Το προμαχωνικό σύστημα & η περίπτωση της Κέρκυρας The bastion system as implemented in the case of Corfu Σπύρος Ιωνάς / Spiros Ionas* Μ έχρι τον δέκατο πέμπτο αιώνα, η αποτελεσματικότητα των οχυρώσεων καθοριζόταν κυρίως από το ύψος τους: όσο μεγαλύτερο ήταν, τόσο πιο δύσκολο ήταν να ξεπεραστεί από τους επιτιθέμενους. Ο αμυντικός περίβολος που προστάτευε μια πόλη ήταν ένα συνεχές τείχος, ενισχυμένο με πύργους σε τακτά διαστήματα και, συχνά, με τάφρο. Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα για να αντιμετωπίσουν καταπέλτες, πολιορκητικούς πύργους και βέλη, ενώ οι αμυνόμενοι μάχονταν από τις επάλξεις και τις πολεμίστρες εκτοξεύοντας κατά των επιτιθέμενων βέλη, πετώντας αντικείμενα, ρίχνοντας καυτά υγρά. Το πυροβολικό, που αναπτύχθηκε κατά τον 15ο αιώνα, θα επιφέρει μια επανάσταση σε αυτά τα δεδομένα και η οχυρωματική τέχνη θα χρειαστεί να αναπτυχθεί με τη σειρά της, για να εξουδετερώσει τη νέα απειλή. Για να αντιμετωπιστεί η τεχνολογική καινοτομία του πυροβολικού υιοθετήθηκαν δύο πρακτικές, οι οποίες συχνά αλληλεπέδρασαν και συνδυάστηκαν. Η πρώτη αφορά στην προσαρμογή της υπάρχουσας τοιχοποιίας, με μείωση του ύψους και πάχυνση των τοιχωμάτων, αντικατάσταση των μεσαιωνικών πύργων με πύργους χαμηλούς και στρογγυλούς, νέα κλίση των τειχών. Τα ισχυρά, πλέον, τείχη συγκρατούσαν τεράστιες επιχωματώσεις, οι οποίες με τη σειρά τους απορροφούσαν την ενέργεια των βλημάτων. Αυτή την πρακτική θα τη συναντήσουμε στο Παλαιό Φρούριο, στις επεμβάσεις των αρχών του 16ου αιώνα, με τις οποίες θα χαμηλωθούν τα μεσαιωνικά τείχη και θα εκσυγ- U p to the 15th century, the effectiveness of fortifications was related mainly to their height. The greater the height the more difficult it was for the attacking forces to overcome it. The defence perimeter that guarded a town consisted of a continuous line of walls, reinforced by towers at regular intervals, in addition to ditches or moats. The walls were built to resist catapults, assault towers and arrows; the defenders fought from the battlements and crenellated positions, assaulting the attackers with arrows, and by dropping burning liquids and various other objects on top of them. The artillery that developed during the 15th century was to bring a revolution to these conditions and defensive arts would develop in turn to face this new threat. In order to respond to the artillery’s technological innovations two methods were employed which often influenced each other and could also be present at the same time. The first relates to adapting the existing fortifications by lowering the height and increasing the depth of the walls, building square towers instead of the round ones, and a new, steep incline of the exterior walls. These reinforced walls were supported by huge quantities of earth, which in turn absorbed the energy of attackers’ cannon balls. We see this practice in the Old Fortress, with the changes that were brought about at the beginning of the 16th century, by which the medieval walls lost their height * Ιστορικός ερευνητής, Ρώμη Researcher in History, Rome 28 ΤΟ ΠΡΟΜΑΧΩΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ χρονιστούν. Επίσης, θα διευρυνθεί η υγρή τάφρος και θα δημιουργηθεί μικρή ελεύθερη ζώνη στα δυτικά της, η λεγόμενη Σπιανάδα (spianata), η οποία αργότερα θα επεκταθεί, ώστε να δημιουργηθεί ένα πεδίο βολής χωρίς εμπόδια. Θα χαμηλωθεί επίσης το ύψωμα των Καστράδων, όπως και τα κτίρια και οι πύργοι. Η δεύτερη πρακτική αφορά στην ανάπτυξη εντελώς νέων μοντέλων οχύρωσης, όπου επικρατεί αρμονία και ομορφιά στη χάραξη των έργων, κάθε στοιχείο σχετίζεται με το επόμενο και, όλα μαζί, αποτελούν ένα ενιαίο σύστημα. Η νέα χάραξη θα εξαλείψει τις τυφλές γωνίες και θα επιτρέψει ιδανικές γραμμές πυρός, με βάση τις αρχές της πλαγιοφύλαξης και της πλευροκόπησης. Στην Κέρκυρα θα συναντήσουμε την εφαρμογή αυτής της δεύτερης πρακτικής στο Παλαιό Φρούριο (όπου θα συνυπάρξει με την πρώτη), μετά τις επεμβάσεις του 16ου αιώνα, με την κατασκευή από τον Michele Sanmicheli των δύο ισχυρών προμαχώνων που αντικρίζουν τη Σπιανάδα, τη μεγαλύτερη διεύρυνση της υγρής τάφρου, την κατασκευή του αντίκρημνου. Επίσης, θα τη συναντήσουμε στη νέα προμαχωνική οχύρωση της πόλης (έργο του Ferrante Vitelli), η οποία προστάτευε την πόλη από την πλευρά της ξηράς, με το Νέο Φρούριο ως «αρχή και κεφαλή της οχύρωσης». Βάσει των νέων αρχών της οχυρωματικής, το προφίλ των οχυρώσεων απέκτησε μια νέα μορφή, κοινή σε πολλές πόλεις-οχυρά. Ήταν μια καινοτομία που εισήγαγαν οι αδελφοί Σανγκάλο και παρέμεινε επίκαιρη επί αιώνες. Το σύστημα σχεδιάστηκε ως ενιαίο σύνολο, όπου η μορφή και οι διαστάσεις του κάθε στοιχείου έχουν μια ακριβή γεωμετρική σχέση με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, ώστε να καθίστανται όλα απρόσβλητα. Έτσι, από το εξωτερικό προς το εσωτερικό μιας οχύρωσης, συναντάμε το πρανές (spalto), την περιτάφρια ή καλυμμένη οδό (strada coperta), τον αντίκρημνο (controscarpa), την τάφρο (fossa), τον κρημνό (scarpa). Όπως φαίνεται στο παρακάτω σχέδιο, οι επιτιθέμενοι δεν ήταν σε θέση να προσβάλουν τις οχυρώσεις αν δεν έφταναν μέχρι το χείλος της τάφρου, ενώ, παράλληλα, βρίσκονταν εκτεθειμένοι στο πυρ των υπερασπιστών. Μπορούμε να διαπιστώσουμε εύκολα την αποτελεσματικότητα αυτού του σχήματος, παρατηρώντας το Παλαιό Φρούριο από τη Σπιανάδα: μόνο το ανώτερο τμήμα των δύο προ- and were renovated. The moat was also widened and a small free zone was provided to its west, the so called Spianata, which would be enlarged later so as to establish an open line of fire. Some years later, the height of the Castrades would also be lessened, as well as that of the buildings and towers. The second method consisted in the development of entirely new models of fortification, where harmony and beauty in the fortifications’ layout prevailed, where every item was related to the next and all of them constituted a continuous system. The new layout would not have any blind angles and would allow for ideal firing lines, based on the principles of side defence and coverage. In Corfu we witness the implementation of the second method in the Old Fortress (to be implemented together with the first) after the changes brought about in the 16th century, with the construction of two mighty bastions designed by Michele Sanmicheli, further widening of the moat, the construction of a counterscarp on the opposite side. We can also notice this in the town’s new line of defence by the addition of bastions (designed by Ferrante Vitelli), which defended the city from the land side, the New Fortress being the “beginning and head of the defence”. The appearance of the fortifications, in accordance with these new techniques, had a modern form, common to many other towns and forts. The design met the challenge of attackers, whose goal was to get as close as possible and strike from the sides the defensive positions, by the use of trenches and parallel lines, or to destroy the defensive walls through underground mining. Based on innovations introduced by the Sangallo brothers, which remained in force for many centuries, the system was designed as a unified ensemble, in which the form and dimensions of every construction had a definite geometrical relation with all the rest, so that they would all be effectively defended. In this way, from the exterior to the interior of a fortification we meet the outer scarp (spalto), the outer or covered gallery along the walls (strada coperta), the counterscarp (controscarpa), the ditch (fossa) and the scarp (scarpa). As we can see in the illustration (Figure1), the attackers were not able to pursue their attack on the main fortifications unless they had already reached the edge of the ditch, THE BASTION SYSTEM AS IMPLEMENTED IN THE CASE OF CORFU 29 μαχώνων είναι ορατό, ενώ το υπόλοιπο είναι αθέατο και προστατευμένο [Εικ. 1]. Με τη χρήση του πυροβολικού, δομές σαν την κορτίνα (ευθύγραμμο τμήμα τείχους) θα αποδειχτούν αρκετά ευάλωτες, καθώς πάνω τους θα συγκεντρωθεί το πυρ των εχθρικών πυροβολαρχιών με σκοπό τη δημιουργία ρήγματος και τη μετέπειτα εισβολή πεζικού. Για να αντιμετωπιστεί αυτός ο κίνδυνος, έπρεπε ο εχθρός να κρατηθεί όσο το δυνατόν πιο μακριά από τα τείχη και να μην υπάρχει κανένα κενό στη ζώνη πυρός. Έτσι δημιουργήθηκαν οι γνωστοί προμαχώνες, πενταγωνικές δομές που προεξείχαν από τις κορτίνες, ειδικά ενισχυμένες και οπλισμένες με ισχυρό πυροβολικό το οποίο θα μπορούσε να χτυπήσει από τα πλάγια το πεζικό που θα κινούνταν για να περάσει από το ρήγμα. Οι προμαχώνες, καρδιά του νέου συστήματος, διέφεραν από τους μεσαιωνικούς πύργους στο ύψος, που ήταν ίδιο με των τειχών, αλλά και στο σχήμα. Αρχικά ήταν κυκλικοί και αργότερα τριγωνικοί, μέχρι να καταλήξουν στο πενταγωνικό σχήμα και στις παραλλαγές του (π.χ., καρδιόσχημοι). Συχνά θα τους συναντήσουμε με καμπύλες (orecchioni), λύση αποτελεσματική ως προς την αντοχή, αλλά δαπανηρή και χρονοβόρα. Πρώτος πενταγωνικός προμαχώνας στην Ευρώπη θεωρείται αυτός «των Μαγδαληνών» (bastione delle Maddalene) στη Βερόνα, ο οποίος αρχικά αποδόθηκε στον γνωστό μας Sanmicheli. Σε σχέση με τον κυκλικό, ο πενταγωνικός προμαχώνας δεν αφήνει πλέον ακάλυπτα τμήματα και τυφλές γωνίες, ενώ χάρη στο σχήμα του φιλοξενεί μεγαλύτερο αριθμό κανονιών στις πλατείες του. Η πιο σημαντική ιδιαιτερότητα του προμαχώνα είναι πως, ενώ προστατεύει την κορτίνα και τους διπλανούς προμαχώνες, δεν είναι ικανός να προστατευτεί μόνος του. Αυτό ακριβώς είναι το κλειδί του προμαχωνικού συστήματος, η αλληλοκάλυψη. Αποτέλεσμα αυτής της καινοτομίας ήταν η μετατόπιση του στόχου του εχθρικού πυροβολικού από τις κορτίνες στους προμαχώνες, οι οποίοι με τη σειρά τους θα αρχίσουν να δέχονται βαρύ πυρ. Για να αντιμετωπιστεί και αυτός ο νέος κίνδυνος, κατασκευάστηκαν εξωτερικά έργα ώστε να δοθεί περαιτέρω προστασία στις κύριες οχυρώσεις και ταυτόχρονα να προσδοθεί βάθος στο αμυντικό σύστημα, εμποδίζοντας τις εχθρικές πυροβολαρχίες να πλησιάσουν 30 Στηθαίο / Parapet (parapetto) Πρανές / Glacis (spalto) Περιτάφρια οδός / Covered way (strada coperta) Kρημνός / Scarp (scarpa) Aντίκρημνος / Countersacrp (controscarpa) Τάφρος / Ditch (fossa) Εικ. 1: Τομή σε οχυρωματική τάφρο του 18ου αιώνα Fig. 1: Cross section of the moat in a classic 18th century bastion system while at the same time they were open to the defenders’ fire. We can easily ascertain the effectiveness of this system by observing the Old Fortress from Spianata: only the upper part of the two bastions is visible while the rest is invisible and protected [Figure 1]. With the use of artillery, structures such as the curtain walls (straight wall line) will prove to be rather vulnerable, as the enemy’s batteries’ fire will concentrate on them in order to provide an opening for the infantry’s assault. To counter that danger the enemy had to be kept as far as possible from the curtain walls and no opening should be available to the firing zone. In consequence, the well known bastions were designed, pentagonal structures that protruded from the curtain walls, specially strengthened and armed with powerful artillery that could shoot sideways at the infantry attempting to pass through the gap. The bastions, the heart of the new system, were different in height from the medieval towers (they were level with the main walls), but also in shape. Initially they were round and later triangular, before resolving themselves towards the pentagonal form and other variants (e.g. heart shaped). We shall often meet them with curves (orecchioni), an effective solution in terms of resistance but costly ΤΟ ΠΡΟΜΑΧΩΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ Φρουρίου, 1690, Βενετία. M. Coronelli, χαρακτικό Παλαιού Φρουρίου, 1690, Βενετία. Συλλογή Σπύρου Π. Γαούτση M. Coronelli, etching of the Old Fortress, Venice, 1690. Spiros P. Gaoutsis collection τον περίβολο. Με το πέρασμα του χρόνου και την αύξηση του βεληνεκούς των πυροβόλων, αυτά τα εξωτερικά έργα θα απομακρυνθούν ακόμα πιο πολύ και θα εξελιχθούν σε προκεχωρημένα και αυτόνομα. Θα πάρουν διάφορα ονόματα, με βάση το σχήμα τους, αλλά και τη θέση τους μπροστά από συγκεκριμένα αμυντικά έργα. Την εποχή της πολιορκίας θα συναντήσουμε στην Κέρκυρα κυρίως το rivelin (ή ravelin, ή revellino), όπως ονομάζεται από τους Βενετσιάνους χαρτογράφους της εποχής, τη mezzaluna (ημισέληνος), τη falsabraga (ψευδότειχος), την opera a corno (κερατοειδές έργο). Ήταν έργα ιδιαίτερα σημαντικά για την αμυντική επάρκεια της οχύρωσης, όπως καταδεικνύει το γεγονός ότι στο τέλος του 17ου και κατά τον 18ο αιώνα αποτελούν το κύριο πεδίο μελέτης των στρατιωτικών μηχανικών. Κατά το προμαχωνικό σύστημα, σκοπός του αμυνόμενου ήταν να αντιμετωπίσει με πυρ πλαγιοκόπησης τις μετωπικές εφόδους, μέσω των προμαχώνων, της γεωμετρικής διάταξης των οχυρώσεων και των εξωτερικών έργων. Αντίθετα, σκοπός του επιτιθέμενου ήταν να πλησιάσει και να πλευροκοπήσει τις αμυντικές θέσεις, χρησιμοποιώντας χαρακώματα και παραλλήλους, ή να καταστρέψει τα οχυρωματικά έργα με λαγούμια και υπονομεύσεις. Στο- and time consuming. The “bastione delle Madalene” in Verona is considered to be the first pentagonal bastion to be built, initially reported to be designed by the well known Sanmicheli. In comparison with the round design, the pentagonal bastion does not leave any uncovered parts and blind angles while, thanks to its shape, it hosts a greater number of cannons on its gun positions. The most significant special characteristic of the bastion is that, while protecting the curtain walls and the adjacent bastions, it cannot be defended by itself. This is exactly the key to the bastion system: flanking coverage. As a result of this innovation, the target of the enemy artillery moved from the curtain walls to the bastions, which in turn will begin to receive heavy fire. To face this additional new threat outlying works were built so as to provide additional protection to the main defences and at the same time offer more depth to the defence system, by preventing the enemy artillery positions from getting close to the defence line. With the passage of time and the increase of the cannons’ range, the outlying work will move further away and will evolve into autonomous defence positions. They will get various names, based on their shape and also on their position with respect to the precise de- THE BASTION SYSTEM AS IMPLEMENTED IN THE CASE OF CORFU 31 Εικ. 2: Με την υιοθέτηση των προμαχώνων επιτυγχάνεται ένα τέλειο σύστημα πλαγιοφύλαξης και πλευροκόπησης, που εξαλείφει τις τυφλές γωνίες και επιτρέπει την υπεράσπιση των κορτίνων αριστερά και δεξιά, με πλευρικό πυρ, μέχρι τον επόμενο προμαχώνα. Ο προμαχώνας, με τη σειρά του, καλύπτεται από τους διπλανούς του. Fig. 2: With the application of the bastion system we achieve a perfect side protection and coverage that obliterates blind angles and allows the defence of the curtain walls to left and right by side firing, up to the next bastion. The bastion in its turn is covered by its neighbours. χεύοντας στην εξοικονόμηση χρόνου, αλλά και αίματος, η πολιορκητική τέχνη θα φτάσει κατά τον 18ο αιώνα σε επίπεδα τέτοια ώστε να προσδιορίζεται σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια ο χρόνος που θα απαιτούνταν για την κατάκτηση μιας πόλης-οχυρού [Εικ. 2]. Οι καινοτομίες στην οχυρωματική συνάντησαν αμέσως πρόσφορο έδαφος στη Βενετία, η οποία βρισκόταν ήδη απασχολημένη με την υπεράσπιση των κτήσεών της στο Λεβάντε, ενάντια στην τουρκική παλίρροια. Σύντομα, οι κτήσεις της στη βόρεια Ιταλία εξοπλίστηκαν με ισχυρά τείχη, με αποκορύφωμα το δημιούργημα τής Palmanova. Επίσης, οχυρώθηκαν σύμφωνα με τις νέες τεχνικές οι στρατηγικές θέσεις στο Αιγαίο, για να προβάλουν έτσι ένα ισχυρό εμπόδιο στις οθωμανικές δυνάμεις: αρκεί να θυμηθούμε τα 21 χρόνια της αντίστασης του Χάνδακα. Η Κέρκυρα, χάρη στη γεωγραφική της θέση, είχε τον έλεγχο της εισόδου στον κόλπο της Αδριατικής και, 32 fence works involved. In Corfu, at the time of the siege, we meet mainly the “rivelin” (or ravelin/revelino) as it was called by the Venetian cartographers of the time, the “mezzaluna” (half moon), the “falsabraga” (false wall), the “opera a corno” (horn shaped work). These were constructions especially important for an adequate defence of the fortification, as proven by the fact that at the end of the 17th century they represented the main design objective for military engineers [Figure 2]. The innovations brought to fortified positions immediately found fertile ground in Venice, which was already concerned with the necessity of defending its possessions in the Levant against the Turkish tide. Soon its possessions in northern Italy were armed with heavy walls, with the approach reaching its peak in the Palmanova project. At the same time, strategic positions in the Aegean were fortified in accordance with the new technique, providing thus ΤΟ ΠΡΟΜΑΧΩΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ταυτόχρονα, αποτελούσε απαραίτητο εμπορικό σταθμό στη θαλάσσια διαδρομή της Βενετίας προς την Ανατολή και ναυτική βάση αποφασιστικής σημασίας για τις πολεμικές επιχειρήσεις της. Αυτοί οι λόγοι ήταν και η αιτία της απόφασης που ελήφθη, κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, να γίνει το νησί στρατιωτικό προπύργιο ολόκληρου του «Stato da Mar». Αυτός ο κομβικός ρόλος του νησιού εξηγεί γιατί σε κάθε κρίση και σε κάθε στρατιωτική σύγκρουση της Γαληνοτάτης, μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα, αντιστοιχούν σημαντικές μετατροπές στην αμυντική δομή της πόλης. Η γεωστρατηγική σημασία της Κέρκυρας θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη μετά την πτώση της Κρήτης (1669), όταν το νησί θα γίνει η κύρια βάση της Βενετίας στην Ανατολή: σημείο συγκέντρωσης του στόλου, τόπος συνάντησης των διοικητών, κέντρο πληροφοριών, ναυπηγείο για την επισκευή των σκαφών. Μετά τις καταστροφικές τουρκικές επιδρομές του 16ου αιώνα, η οχύρωση της πόλης κρίθηκε αναγκαία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ακόμη ένα σαφές σχέδιο ως προς την ανάπτυξη και το είδος της οχύρωσης. Το πραγματικά κολοσσιαίο έργο θα ανατεθεί τελικά στον Ferrante Vitelli, ο οποίος θα φτάσει στην Κέρκυρα το 1576. Ο Vitelli, αφού μελετά τη φυσιογνωμία και τη σύνθεση του εδάφους, αποφασίζει την οχύρωση του λόφου του Αγίου Μάρκου (Νέο Φρούριο), ενώ μια σειρά τριών προμαχώνων και ενός ημιπρομαχώνα, που ακολουθούν τα υψώματα του εδάφους και στέκονται με τις αιχμές τους πάνω στα βράχια, θα προστατεύει την πόλη μέχρι τη θάλασσα. Ο περίβολος προστατευόταν από μια ξηρή τάφρο, ενώ μια περιτάφρια οδός αναπτυσσόταν, κατά μήκος των οχυρώσεων, μέχρι το Παλαιό Φρούριο. Λόγω του υψηλού κόστους, ο Vitelli θα αποκλείσει την προσάρτηση των λόφων του Αβράμη και του Σωτήρα στο εσωτερικό του περιβόλου, απόφαση για την οποία θα δεχτεί πολλές κριτικές στη συνέχεια. Το έργο θα συμπληρωθεί από το κερατοειδές οχυρό του Σκάρπωνα (με την αρχική του μορφή), το οποίο δεν είχε προβλεφθεί αρχικά από τον Vitelli. Κατά τον 17ο αιώνα, πολλοί μηχανικοί θα μελετήσουν το προμαχωνικό αμυντικό σύστημα του Vitelli, το οποίο ήδη θεωρείτο το πιο σημαντικό και «τρομερό» (terribile) των βενετικών κτήσεων, προσπαθώντας να το βελτιώσουν με πολλά σχέδια τα οποία έφτασαν μέχρι τις μέρες μας. Σημαντικό «πονοκέφαλο» αποτελούσαν οι δύο a strong obstacle to the Turkish forces (we have only to remember the 21-year-long defence of Chandakas in Crete). Thanks to its geographic position, Corfu controlled the entrance to the Adriatic Gulf and at the same time it constituted a mandatory commercial station on Venice’s sea lanes to the East, besides being a naval base of great importance to its military operations. These reasons were the cause for the decision taken during the 16th century, for the island to become the military outpost of the whole “Stato dal Mar”. The island’s key role explains why each crisis and each military confrontation of the Serenissima between the 16th and the 18th centuries corresponded to important transformations to the town’s defensive previsions. Corfu’s geostrategic importance became even greater after the fall of Crete (1669), when the island became Venice’s main naval base in the East, concentration point for the fleet, commanders’ meeting point, information centre, and shipyard for the repair of ships. The town’s new fortification by the use of bastions had been considered necessary after the 16th century’s catastrophic Turkish raids, but without a definite plan as to the deployment and the nature of the fortification. This truly colossal project was finally appointed to Ferdinando Vitelli, who arrived in Corfu in 1576. After having studied the layout and nature of the soil, Vitelli decided to fortify San Rocco hill (the New Fortress), while a series of three bastions and one half-bastion that followed the area’s high positions and stood with their points on the rocks, would defend the town down to the sea. The perimeter was protected by a dry ditch and a road was laid along the fortifications, leading up to the Old Fortress. Because of the high cost, Vitelli excluded Avrami and Saviour hills from the interior of the perimeter, a decision for which he would receive much criticism in the following years. The project would be completed by the horn-shaped bastion of Skarponas (in its initial form), which had not been foreseen at first by Vitelli. During the 17th century many engineers would study Vitelli’s bastion-based defensive system, which was already considered the most important and “fearsome” in the Venetian possessions, in their efforts to improve it with many designs that survive up to our times. The two hills THE BASTION SYSTEM AS IMPLEMENTED IN THE CASE OF CORFU 33 λόφοι (Αβράμη και Σωτήρος) που είχαν μείνει εκτός του αμυντικού περιβόλου. Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα θα εργαστεί στην Κέρκυρα ο Filippo Verneda, μηχανικός και γνώστης της νέας αμυντικής τέχνης. Ο Verneda δεν θα κάνει σημαντικές αλλαγές στα αμυντικά έργα του 16ου αιώνα (θα προσθέσει βέβαια, στον υπάρχοντα περίβολο, τον προμαχώνα Valier) αλλά, αυξάνοντας το βάθος του αμυντικού μετώπου με εξωτερικά έργα, θα καταστήσει εξαιρετικά δύσκολη μια άμεση επίθεση στα τείχη της πόλης. Με την ανάπτυξη αυτού του πλέγματος γραμμών αμύνης –ίσως το σημαντικότερο στις ενετικές κτήσεις κατά τον 17ο αιώνα και αυτό που θα γίνει ο πυρήνας του αμυντικού μετώπου κατά τα γεγονότα του 1716– με τις επεμβάσεις στα ήδη υπάρχοντα έργα και τις ισοπεδώσεις στους δύο εξωτερικούς λόφους, ο Verneda θα αποδείξει την ικανότητά του να συνδυάζει την αυστηρότητα των γεωμετρικών θεωριών με την ιδιαιτερότητα του τόπου. Ιδιαίτερα σημαντική μορφή για την άμυνα της Κέρκυρας ήταν ο Johann Matthias von der Schulenburg, ο σωτήρας της Κέρκυρας, ο οποίος, ενόψει της επικείμενης τουρκικής πολιορκίας του 1716, θα ενισχύσει και θα αναδιοργανώσει την άμυνα, καθορίζοντας την ιδανική ανάπτυξη της αμυντικής ικανότητας της Κέρκυρας. Έχοντας στη διάθεσή του λιγότερους από 3.000 άντρες και έχοντας βρει κατά την άφιξή του μια δραματική κατάσταση, θα καταφέρει να αμυνθεί ενάντια σε δεκαπλάσιο αριθμό αντιπάλων, αξιοποιώντας στον μέγιστο βαθμό το υλικό που είχε στη διάθεσή του. Μετά την πολιορκία, θα θέσει τα θεμέλια για σημαντικές καλυτερεύσεις στην οχύρωση της πόλης, και συγκεκριμένα για την κατασκευή των περιφερειακών οχυρών στους λόφους Σωτήρος και Αβράμη, και του μικρού οχυρού στο Σαν Ρόκκο για τη μεταξύ τους επικοινωνία, αλλά και για την ανακατασκευή του Σκάρπωνα. Ακόμη, θα συμβάλει στην ανανέωση του Μηχανικού Σώματος της Δημοκρατίας και θα θέσει έτσι τις βάσεις για τη μελλοντική σχολή Αξιωματικών Μηχανικού της Γαληνοτάτης. Η πόλη-φρούριο της Κέρκυρας χαρακτηρίστηκε ως το πιο όμορφο και ισχυρό οχυρό από όσα υπήρχαν στην Ευρώπη. Από τον ίδιο τον Schulenburg αντιμετωπίστηκε ως πειραματικό πεδίο, μια σκηνή όπου μπόρεσε να αναπτύξει τις θεωρίες του σχετικά με τη στρατιωτική αρχιτεκτονική. Η τέχνη της προμαχωνικής οχύρωσης γεννιέται στην 34 (Avramis and Saviour) that were not included in the defensive perimeter thereafter constituted an important “headache” for the Venetians. During the second half of the 17th century Filippo Verneda, an engineer specialized in the art of defence, worked in Corfu. Verneda did not bring significant changes to the 16th century’s defensive works (he of course added the Valier bastion to the existing perimeter) but increased the depth of the defensive front by external constructions, making especially difficult a direct attack on the town’s walls. By the development of this network of defensive lines – perhaps the most important in the Venitian possessions during the 17th century – this would become the nucleus of the defence front during the 1716 events. With the modifications to already existing works and the levelling on the two external hills, Verneda would prove his ability to harmonise the austerity of prevailing geometrical theories with the site’s own particularities. An especially important factor for the defence of Corfu was Johann Matthias von der Schulenburg, the saviour of Corfu, who, in anticipation of the forthcoming Turkish siege in 1716, reinforced and re-organized the defences, settling on the ideal development of Corfu’s defensive capacity. Having at his command fewer than 3,000 soldiers and having found upon his arrival a dramatic situation, he would ultimately manage to oppose an adversary force tenfold in number, making use to the maximum the material at his disposal. After the siege he would set the foundations for important improvements to the town’s fortification, namely for the construction of the peripheral bastions on the heights of Saviour and Avramis, plus the small fortification in San Rocco for their intercommunication but also for the final form of Skarponas. He would also contribute to the renovation of the Republic’s Engineer Corp, setting the basis for the Serenissima’s future school of Military Engineers. The town-fortress of Corfu was to be characterized as the most beautiful and strong fortified position among those existing in Europe. It was considered by Schulenburg himself as a field of experimentation, a setting where he could develop his theories regarding military architecture. The art of bastion-based fortification was born in Italy, it was exported to the rest of Europe by Italian engineers ΤΟ ΠΡΟΜΑΧΩΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ Verneda-Giacix, Pianta della Citta e Fortezze di Corfu [Σχέδιο πόλεως και οχυρώσεων Κέρκυρας]. Τέλη 17ου αι. Iδιωτική συλλογή Verneda-Giacix, Pianta della Citta e Fortezze di Corfu [Plan of the town of Corfu and its fortifications]. End of the 17th century. Private collection Ιταλία, εξάγεται στην υπόλοιπη Ευρώπη από Ιταλούς μηχανικούς, αλλά τελειοποιείται από βορειοευρωπαίους, με κύριους εκπροσώπους τον Γάλλο Sébastien le Prestre de Vauban και τον Ολλανδό Menno van Coehoorn. Το προμαχωνικό σύστημα θα εγκαταλειφθεί κατά τον 19ο αιώνα, όταν πλέον θα αποδειχτεί ανίσχυρο μπροστά στο βεληνεκές και την ισχύ του μοντέρνου πυροβολικού. Τη θέση του θα πάρει ένα νέο σύστημα αυτόνομων οχυρών σε μεγάλη απόσταση από την πόλη, όπως στην περίπτωση του Παρισιού, όπου κατά τα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχαν 45 οχυρά σε απόσταση 9 έως 15 χιλιομέτρων από την πόλη, ανεπτυγμένα σε μια περίμετρο 135 χιλιομέτρων. but it was perfected by north-Europeans, with as its main representatives the French Sébastien le Prestre de Vauban and the Dutch Menno van Coehoorn. The bastion system would be abandoned during the 19th century, when at last it would prove inadequate against the range and the power of modern artillery. It was to be replaced by a new system of autonomous fortified positions, at a great distance from the town, as in the case of Paris where, by the end of the 19th century, there were 45 forts developed within a perimeter of 135 kilometres, at a distance of 9 to 15 kilometres from the city. THE BASTION SYSTEM AS IMPLEMENTED IN THE CASE OF CORFU 35